περιφρονητής

περιφρονητής
ο, θηλ. περιφρονήτρια, ΝΜ [περιφρονώ]
αυτός που περιφρονεί κάτι, που δείχνει περιφρόνηση σε κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • περιφρονητής — ο αυτός που περιφρονεί: Περιφρονητής του χρήματος και των τιμών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αϊδροδίκης — ἀιδροδίκης, ο (Α) αυτός που αγνοεί το δίκαιο, ο περιφρονητής τού νόμου, ο παράνομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄιδρος + δίκη] …   Dictionary of Greek

  • περιφρονητικός — ή, ό / περιφρονητικός, ή, όν, ΝΜΑ [περιφρονητής] αυτός που εκφράζει περιφρόνηση, που γίνεται για να δείξει περιφρόνηση. επίρρ... περιφρονητικῶς ΝΜΑ και περιφρονητικά Ν με περιφρόνηση, με τρόπο που δείχνει περιφρόνηση …   Dictionary of Greek

  • Θέογνις — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ελεγειακός ποιητής (Μέγαρα 590; – Θήβα 520 π.Χ.). Καταγόταν από αριστοκρατική γενιά και ο ίδιος, ως περιφρονητής του δήμου, εξορίστηκε και έχασε την περιουσία του με την επικράτηση των δημοκρατικών. Από τότε έζησε… …   Dictionary of Greek

  • καταφρονητής — ο θηλ. ήτρα και ήτρια αυτός που καταφρονεί, ο περιφρονητής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”